-
1 κληρώση
κληρώσηι, κλήρωσιςchoosing by lot: fem dat sg (epic)κληρόωappoint by lot: aor subj mid 2nd sgκληρόωappoint by lot: aor subj act 3rd sgκληρόωappoint by lot: fut ind mid 2nd sg -
2 κληρώσῃ
κληρώσηι, κλήρωσιςchoosing by lot: fem dat sg (epic)κληρόωappoint by lot: aor subj mid 2nd sgκληρόωappoint by lot: aor subj act 3rd sgκληρόωappoint by lot: fut ind mid 2nd sg -
3 κλήρωση
[-ις (-εως)] η1) жеребьёвка; 2) розыгрыш, тираж (займа);κλήρωση των λαχείων — розыгрыш, тираж лотереи, займа;
3) избрание по жребию;4) воен, призыв -
4 κλήρωση
[клироси] ома. Θ. вытягивание жребия,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κλήρωση
-
5 κλήρωση
[клироси] ома. Θ. вытягивание жребия. -
6 κλήρωση
el sorteig -
7 κλήρωση
tirage -
8 adçekme
κλήρωση -
9 tirage
κλήρωση -
10 розыгрыш
-а α.1. κλήρωση•розыгрыш облигаций займа κλήρωση των ομολογιών εσωτερικού δανείου•
розыгрыш лотарейных билетов κλήρωση των λαχείων.
2. διεξαγωγή αγώνων•розыгрыш первенства αγώνας πρωταθλήματος.
3. ισοπαλία (αγώνα). -
11 жеребьёвка
-
12 розыгрыш
розыгрыш м 1) (займа, лотереи) η κλήρωση 2): \розыгрыш первенства το πρωτάθλημα* * *м1) (займа, лотереи) η κλήρωση2)ро́зыгрыш пе́рвенства — το πρωτάθλημα
-
13 тираж
-
14 жеребьёвка
η κλήρωση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > жеребьёвка
-
15 тираж
I.1.(розыгрыш выигрышей в лотерее, займе) η κλήρωση2. (погашение облигаций займов или других бумаг учреждением, выпустившим их) η πληρωμή (των χρεωγράφων, ομολόγων κ.λπ.). II.(количество экземпляров выпущенного в свет печатного издания) о αριθμός των αντιτύπων, ο συνολικός αριθμός εκδοθέντων αντιτύπων.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > тираж
-
16 жеребьевка
жеребьевкаж ἡ κλήρωση [-ις], ἡ ἐκλογή μέ κλήρο. -
17 розыгрыш
розыгрышм1. (лотереи, займа) ἡ κλήρωση [-ις], ἡ ἐκκύβευση [-ις]·2. (ничья) ἡ ισοπαλία, τό ισόπαλο ἀποτέλεσμα·3. спорт. ἡ διεξαγωγή ἀγώνων:\розыгрыш первенства τό πρωτάθλημα, οἱ ἀγώνες πρωταθλήματος. -
18 тираж
тиражм1. (займа и т. ἡ.) ἡ κλήρωση [-ις] λαχείου:выйти в \тираж а) κληρώνομαι, б) перен τρώγω τά ψωμιά μου, παλιώνω·2. (издания) ὁ ἀριθμός ἀντιτύπων, τό τιράζ:выйти большим \тиражо́м ἐκδίδομαι σέ πολλά ἀντίτυπα· весь \тираж распродан ἡ ἔκδοση ἐξαντλήθηκε. -
19 draw
[dro:] 1. past tense - drew; verb1) (to make a picture or pictures (of), usually with a pencil, crayons etc: During his stay in hospital he drew a great deal; Shall I draw a cow?) σχεδιάζω2) (to pull along, out or towards oneself: She drew the child towards her; He drew a gun suddenly and fired; All water had to be drawn from a well; The cart was drawn by a pony.) σύρω,τραβώ3) (to move (towards or away from someone or something): The car drew away from the kerb; Christmas is drawing closer.) κινούμαι4) (to play (a game) in which neither side wins: The match was drawn / We drew at 1-1.) φέρνω ισοπαλία5) (to obtain (money) from a fund, bank etc: to draw a pension / an allowance.) εισπράττω6) (to open or close (curtains).) ανοίγω/κλείνω τραβώντας7) (to attract: She was trying to draw my attention to something.) προσελκύω2. noun1) (a drawn game: The match ended in a draw.) ισοπαλία2) (an attraction: The acrobats' act should be a real draw.) ατραξιόν3) (the selecting of winning tickets in a raffle, lottery etc: a prize draw.) κλήρωση4) (an act of drawing, especially a gun: He's quick on the draw.)•- drawing- drawn
- drawback
- drawbridge
- drawing-pin
- drawstring
- draw a blank
- draw a conclusion from
- draw in
- draw the line
- draw/cast lots
- draw off
- draw on1
- draw on2
- draw out
- draw up
- long drawn out -
20 жеребьёвка
[ζυριμπ'ιόφκα] ουσ. θ. κλήρωση
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κλήρωση, η — κλήρωση, η, 1 . εκλογή προσώπων με κλήρο: Έγινε η κλήρωση για τα μέλη του δικαστηρίου. 2. εξαγωγή λαχνών από την κληρωτίδα: Αύριο γίνεται η κλήρωση του λαϊκού λαχείου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κλήρωση — η (AM κλήρωσις) [κληρώ] η εκλογή προσώπου ή η διανομή κτημάτων με κλήρο (α. «η περιουσία θα μοιραστεί με κλήρωση» ; β. «έγινε η κλήρωση τών ενόρκων» γ. «ἐν μὲν γὰρ τῇ κληρώσει τὴν τύχην βραβεύειν», Ισοκρ.) νεοελλ. 1. η εξαγωγή λαχνών από… … Dictionary of Greek
κληρώσῃ — κληρώσηι , κλήρωσις choosing by lot fem dat sg (epic) κληρόω appoint by lot aor subj mid 2nd sg κληρόω appoint by lot aor subj act 3rd sg κληρόω appoint by lot fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλήρος — Τμήμα γης που δόθηκε με κλήρωση· ο λαχνός· το μερίδιο κληρονομιάς· η μοίρα, η τύχη. Επίσης κ. ονομάζεται το ιερατείο, δηλαδή το σύνολο των ανώτερων και κατώτερων κληρικών της Εκκλησίας. Στον ανώτερο κ. περιλαμβάνονται οι λειτουργοί που απέκτησαν… … Dictionary of Greek
κληρωτικός — κληρωτικός, ή, όν (AM) [κληρώ] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε κλήρωση ή αυτός που χρησιμεύει για κλήρωση 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κληρωτικόν (ενν. ἀγγεῑον) η κληρωτίδα. επίρρ... κληρωτικῶς (Μ) με κληρωτικό τρόπο, με κλήρωση … Dictionary of Greek
κληρώνω — (AM κληρώ, όω, Α δωρ. τ. κλαρόω) [κλήρος] 1. ενεργώ εκλογή ή διανομή με κλήρο, ορίζω με κλήρωση (α. «θα κληρωθούν οι τυχεροί που θα συμμετάσχουν στο ταξίδι» β. «θα κληρώσει το δικαστήριο τα δύο οικόπεδα για να μοιραστεί η περιουσία» γ. «εἴ τις… … Dictionary of Greek
λαχείο — το 1. τυχερό παιχνίδι κατά το οποίο, αφού γίνει κλήρωση αριθμημένων δελτίων λαχνών, όσοι έχουν δελτίο λαχνό που φέρει τον αριθμό ο οποίος κληρώθηκε κερδίζουν ορισμένα χρηματικά ποσά ή διάφορα αντικείμενα 2. συνεκδ. το αριθμημένο δελτίο με το… … Dictionary of Greek
Ηλιαία — Το ανώτατο δικαστήριο της αρχαίας Αθήνας. Ονομάστηκε έτσι από το ρήμα αλίζω (συγκεντρώνω). Αρχικά Η. ονομαζόταν o τόπος που συγκεντρώνονταν οι δικαστές, αλλά αργότερα το όνομα δόθηκε και στο δικαστήριο. Ο θεσμός ανάγεται στα χρόνια του Σόλωνα ή… … Dictionary of Greek
άληκτος — (I) ἄληκτος, ον (AM) [λήγω] 1. αυτός που δεν έχει τέλος «ἐξ ἀλήκτου καὶ ἀνάρχου θεότητος» 2. ο αδιάκοπος, ο αδιάλειπτος «μῆνα δὲ πάντ ἄληκτος ἄη Νότος» όλο τον μήνα φυσούσε ασταμάτητα ο Νοτιάς Όμ.. (II) ἄληκτος, ον (Μ) αυτός που δεν έχει… … Dictionary of Greek
ηλιαία — Το ανώτατο δικαστήριο της αρχαίας Αθήνας. Ονομάστηκε έτσι από το ρήμα αλίζω (συγκεντρώνω). Αρχικά Η. ονομαζόταν o τόπος που συγκεντρώνονταν οι δικαστές, αλλά αργότερα το όνομα δόθηκε και στο δικαστήριο. Ο θεσμός ανάγεται στα χρόνια του Σόλωνα ή… … Dictionary of Greek
λαχνός — ο (Μ λαχνός) κλήρος νεοελλ. 1. αριθμός λαχείου, δελτίο λαχείου που εξάγεται από την κληρωτίδα κατά την κλήρωση («τράβηξα τον λαχνό που κέρδισε») 2. το ποσό ή το αντικείμενο που τυχαίνει σε κάποιον από την κλήρωση («σού έπεσε ο πρώτος λαχνός») 3.… … Dictionary of Greek